- ζαχαριάζω
- [ζάχαρη](για μέλι, γλυκίσματα κ.λπ.) υφίσταμαι κρυστάλλωση τής ζάχαρης («ζαχάριασε ο μπακλαβάς»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαχαριάζω — ζαχάριασα, ζαχαριασμένος, κρυσταλλώνομαι, γίνομαι σαν τη ζάχαρη: Το σιρόπι ζαχάριασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαχάριασμα — το [ζαχαριάζω] ζαχάρωμα, το αποτέλεσμα τού ζαχαριάζω … Dictionary of Greek
αζαχάριαστος — η, ο [ζαχαριάζω] 1. αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με ζάχαρη 2. αυτός που δεν τού έπηξε η ζάχαρη, που δεν κρυσταλλώθηκε (συνήθως για γλυκά με σιρόπι) … Dictionary of Greek
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
ζαχαρώνω — [ζάχαρη] 1. παθαίνω κρυστάλλωση τής ζάχαρης που περιέχω, ζαχαριάζω («ζαχάρωσε το σιρόπι») 2. πασπαλίζω κάτι με ζάχαρη ή αναμιγνύω ποτό με ζάχαρη, μελώνω 3. βάζω κάτι μέσα σε ζαχαρωμένο νερό («ζαχάρωσε τα κάστανα») 4. ερωτοτροπώ, κάνω ερωτικές… … Dictionary of Greek
ζαχαρώνω — ζαχαρώνω, ζαχάρωσα, ζαχαρωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ζαχαρώνω : στα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή (ζαχαρώνομαι), η οποία δε συνηθίζεται. Το ρ. σημαίνει κυρίως → (για μέλι ή φρούτο κτλ.) εμφανίζω κρυστάλλους ζάχαρης / ερωτοτροπώ. Με την… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζαχαρώνω — ζαχάρωσα, ζαχαρωμένος 1. αμτβ., ζαχαριάζω: Το μέλι ζαχάρωσε. 2. μου αρέσει κάτι υπερβολικά: Ζαχαρώνει τα σπορ αυτοκίνητα. 3. ερωτοτροπώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)